- ψευδογράφημα
- ψευδογρᾰφ-ημα, ατος, τό,A false diagram, fallacious proof, Arist.SE 171b12 (pl.), Alex.Aphr. in Top.22.20, in SE76.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψευδογράφημα — false diagram neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογράφημα — τὸ, Α [ψευδογραφώ] γεωμετρικό σχήμα που έχει σχεδιαστεί εσφαλμένα … Dictionary of Greek
ψευδογραφημάτων — ψευδογράφημα false diagram neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογραφήμασι — ψευδογράφημα false diagram neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογραφήματα — ψευδογράφημα false diagram neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογραφήματι — ψευδογράφημα false diagram neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογραφήματος — ψευδογράφημα false diagram neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)